- λατρεύεται
- λατρεύωwork for hirepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρεθύμνης νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντροδυτικής Κρήτης με όρια στα Α τον νομό Ηρακλείου και στα Δ τον νομό Χανίων, ενώ στα Β βρέχεται από το Κρητικό και στα Ν από το Λιβυκό πέλαγος. Έχει έκταση 1496 τ. χλμ. Διοικητικά ο νομός Ρ. χωρίζεται σε τέσσερις… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
Βαρούνα — Βεδική θεότητα που συνήθως λατρεύεται μαζί με τον Μίτρα (τον ιρανικό Μίθρα· συμβολίζει τον ουράνιο θόλο και τα κοσμικά ύδατα, απ’ όπου προέρχεται η ζωή. Φύλακας της κοσμικής τάξης (ρτα) και της δύναμης (ξάτρα), ο Β. συλλαμβάνει με τον αλάθευτο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Χανίων, νομός — Διοικητική διαίρεση της δυτικής Κρήτης, στο δυτικό άκρο της. Συνορεύει στα Α με τον νομό Ρεθύμνης, και στις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από τη θάλασσα. Έχει έκταση 2.376 τ. χλμ. και πληθυσμό ; κατ. Διοικητικά ο νομός χωρίζεται σε 5 επαρχίες:… … Dictionary of Greek
Σίβα — I Ινδική θεότητα, που προέρχεται από τη βεδική θεότητα των ανέμων Ρούντρα, που λέγεται και Γκιρίσα («Κύριος του Βουνού»), Πασουπάτι, Ούγκρα, Μαχαντέβα («Μέγας θεός») Προστάτης των γιόγκι (γιόγκα), είναι θεότητα τρομακτικού γενικά χαρακτήρα που… … Dictionary of Greek
αλάτρευτος — η, ο 1. αυτός που δεν λατρεύεται ή δεν έχει λατρευτεί 2. που δεν βρίσκει στοργή ή που δεν τήν αξίζει 3. που δεν τού έγινε η κατάλληλη περιποίηση ή λάτρα 4. αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατρευτός < λατρεύω] … Dictionary of Greek
αποθέωση — Από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους, με βάση μια ορισμένη τελετή, οι άνθρωποι θεοποιούσαν διάφορα άτομα, που διακρίνονταν για τις σωματικές και πνευματικές τους ικανότητες, είτε όσο ζούσαν είτε μετά τον θάνατό τους. Τέτοια πρόσωπα ήταν συνήθως… … Dictionary of Greek
επάκριος — ἐπάκριος, α, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που κατοικεί ή λατρεύεται στις κορυφές τών βουνών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπακρία (χώρα) περιοχή τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άκρα «άκρη, το ανώτατο σημείο»] … Dictionary of Greek
ευκτήριος — α, ο (ΑΜ εὐκτήριος, ία, ον) 1. (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές προς τον θεό, ο προορισμένος για προσευχή 2. το ουδ. ως ουσ. το ευκτήριο μέρος όπου λατρεύεται ο Θεός, ναός, παρεκκλήσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ τήριος < ρίζα ευχ (εύχομαι)… … Dictionary of Greek